- ἡμέρου
- ἥμεροςtamemasc/neut gen sgἡμερόωtameimperf ind act 3rd sgἡμερόωtamepres imperat act 2nd sgἡμερόωtameimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FAGUS — arboris genus glandiferae, sicut robur, quercus et aesculus, cum qua postrema candem illam esse sciscunt Grammatici, quod fagum ἀπὸ τοῦ φαγεῖν dictam autumant, ut aesulum sive esculum ab esca, quod harum glande primi mortales victitarint: cum tum … Hofmann J. Lexicon universale
ROBUR — I. ROBUR Ammian munimentum in suburbio Basileae: Rotthauss, Simlero. Sic autem castrum vocatum est a Valentiniano Aug. contra Alamannos, aedificatum. Quod in loco fuisse Urbis Basileae, ubi nunc summum Templum, contendit Chr. Urstisius in Epit.… … Hofmann J. Lexicon universale
έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… … Dictionary of Greek
εσωμέρου — ἐσωμέρου (Μ) επίρρ. την ίδια μέρα, αυθημερόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + γεν. ημερού τού ουσ. (η)μέρα (πρβλ. εξωμέρου)] … Dictionary of Greek
κήπευση — η (Μ κήπευσις) [κηπεύω] η καλλιέργεια τού κήπου, η μεταβολή αγρού σε κήπο με ειδική καλλιέργεια νεοελλ. 1. η υλοτομία τών παλαιών ή μισόξερων δένδρων που αποβλέπει στην αραίωση ήμερου, καλλιεργούμενου δάσους 2. η καλλιέργεια άγριων φυτών σε κήπο… … Dictionary of Greek
μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πυριάτη — ἡ, Α το πρωτόγαλα αγελάδας ή άλλου ήμερου ζώου το οποίο γεννά για πρώτη φορά, κολάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυριατή, θηλ. τού ρημ. επιθ. πυριατός (< πυριῶ), με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
ημερότητα — η η ιδιότητα του ήμερου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδικοβλάσταρα — τα τα βλαστάρια του ήμερου ραδικιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)